- φελούκα
- η(λ. ισπαν.)1. είδος βάρκας.2. είδος πλοιαρίου στενού, χαμηλού, άφραχτου, που πλέει με κουπιά ή με 2 - 3 λατίνια (τριγωνικά πανιά).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.